- ξεμύγιασμα
- το действие по гл. ξεμυγιάζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμύγιασμα — το [ξεμυγιάζω] καθάρισμα επιφάνειας ή χώρου από τις μύγες … Dictionary of Greek